Fruto 5
Stupid Friendly Music
Saturday, October 14, 2017
Monday, August 21, 2017
Aυτή είναι η Φάση της Μαύρης Τρύπας
Αρχικά υπήρχε η πρόθεση να κυκλοφορήσoυμε το project με το alias "η Φάση της Μαύρης Τρύπας" και όχι σαν Fruto5. To packaging θα αποτελείτο από διπλό cd με επισυναπτόμενο κείμενο-αφίσσα. Κατ'επιλογήν θα συνοδευόταν από usb-stick με επιπλέον μουσικό υλικό. Ωστόσο το crowdfunding δεν λειτούργησε και έτσι το φιλοξενούμε στο bandcamp. Τα κομμάτια μπορούν να κατέβουν ελεύθερα το καθένα ξεχωριστά. Ωστόσο όποιος θέλει μπορεί να στηρίξει αγοράζοντας το δίσκο.
Αναλυτικά το project :
και δύο Mixtapes αφιερωμένα στη θέα των φορτηγών από τον πρώτο όροφο
του mystic mets : μέρος πρώτο και μέρος δεύτερο
Το σχέδιο της Φάσης Της Μαύρης Τρύπας είναι του Γρηγόρη Παπαγρηγορίου. Ευχαριστούμε τους φίλους που βοήθησαν εν γνώσει τους ή εν αγνοία τους στη σύνταξη του Μανιφέστο αλλά και στην οδυνηρή, ψυχαγωγική και λυτρωτική διαδικασία επανατιτλοφόρησης των κομματιών.
Saturday, August 19, 2017
Μανιφέστο της Φάσης της Μαύρης Τρύπας
50 tracks για τα Ιωβηλαία
ή
το παραλήρημα μιας δεκαπενταετίας
Πενήντα πληρωμένα κομμάτια, πενήντα tracks για το πλήρωμα του χρόνου. Τα τραγούδια αυτού του δίσκου ηχογραφήθηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της πενταετίας 1999-2004, συμπληρωμένα από κάποια που γράφτηκαν την περίοδο 2005-2015. Αργότερα, για προσωπικούς λόγους, προστέθηκαν εμβόλιμα σαν ιντερλούδια κάποια νοσταλγικά αποσπάσματα απ’ την ελληνική ποπ κουλτούρα, φερ'ειπείν μεταγλωττίσεις παιδικών σειρών όπως το “Nils Holgerson”. Πλην αυτών, όλα τα υπόλοιπα αποτελούν μουσικές δομές που είτε χάθηκαν από ατύχημα και αρχειοθετική αδιαφορία, ή παρέμειναν ανεπεξέργαστα σαν ιδέες. Ως εκ τούτου, αλλά και εκ πεποιθήσεως, δεν έχουν υποστεί mastering, παρατίθενται ακριβώς όπως γράφτηκαν τότε. Πολλές από τις ζωντανες ηχογραφήσεις και τις προσωπικές φωνητικές απαγγελίες αποτελούν δοκιμαστικά σχεδιάσματα της μιας λήψης που υπήρχε η πρόθεση να ξαναγραφτούν. Τελικά τα προσχέδια των κομματιών αυτών ως επί το πλείστον χάθηκαν· οι αναμνήσεις που τα συνοδεύουν, όχι. Έτσι, κατά μια έννοια το mastering έγινε πάνω σε αυτές τις αναμνήσεις. Εύλογη απόρροια αυτής της διαδικασίας ήταν το παιχνίδι της επανατιτλοφόρησης των κομματιών. Σκοπός του ήταν να αναδειχθεί η ένοχη ασφάλεια που παρέχει η συνήθεια του ρουχισμού και ακολούθως η επιθυμία να απαλλαγούμε από τη βαριά σκιά που ρίχνουν πάνω μας οι λέξεις – σκιά που, αξίζει εδώ να πούμε, είναι πιο παχιά και απο εκείνη που συχνά χρεώνουμε στους προγόνους μας.
Το παρόν κείμενο δε προορίζεται σε καμία περίπτωση για παράλληλη ακρόαση με τον δίσκο. Ωστόσο κάποια κομμάτια μπορούν να λειτουργήσουν σαν κλειδιά για την αποδέσμευση τόσο των εννοιών όσο και των ίδιων των ήχων. Με την ακρόασή του, ο παραλήπτης δέχεται οτι συμμετέχει οικειοθελώς στην απελευθέρωση των μελωδιών που εμπεριέχονται σ’ αυτόν.
Κάθε δίσκος που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να κάνει κοιλιά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό συμβαίνει γιατί εγκυμονεί. Για εκείνον που τον ενδιαφέρει να ελέγξει την πρόσληψη του έργου του αυτό σημαίνει οτι εγκυμονεί κινδύνους. Στην πραγματικότητα το μοναδικό πράγμα που εγκυμονείται είναι το ίδιο το γεγονός της ανάγκης για πραγμάτωση.
Το καλλιτεχνικό έργο
δεν
ανήκει στον καλλιτέχνη. Μια
τέτοια πεποίθηση είναι
τόσο
ιδρυματική όσο η αντίληψη ενός γονέα ότι
του
ανήκει το παιδί του.
Η
ίδια
η
τέχνη
είναι
ακομπλεξάριστα ατελής. Αντιθέτως, ο άνθρωπος επιχειρεί μεθοδικά να
αντισταθμίσει τις ατελείς όψεις της συνείδησής του με το
να
συγκεντρώνει στην περιφέρεια της
ύπαρξης του μια σειρά
από
αντικείμενα -μεταξύ των οποίων μπορεί να βρίσκονται ακόμη και
οι
ιδέες-
τα
οποία
ισχυρίζεται ότι του ανήκουν. Πλανά τον εαυτό
του
πως
μέσω
των
αντικειμένων μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα “ποιος είμαι”. Το ανούσιο αυτό ερώτημα υπάρχει για να κλέβει τη θέση από
πιο
σημαντικά ερωτήματα, κάνοντας έτσι ένα κοσμικό αστείο για την
κατάσταση. Αυτό για το
οποίο
μιλάμε εδώ είναι η
σκοτεινή πλευρά της διακοσμητικής τέχνης ως
αρχιτεκτονικής παραμέτρου.
Η ιδιοκτησία είναι με τη σειρά της μια κοινωνικά συμβατή πλάνη που τροφοδοτεί το συντηρητικό μέρισμα του πνεύματός μας με ύποπτη ασφάλεια. Με αυτή την έννοια μπορούμε να αντιληφθούμε την εσωτερικότητα της φράσης “Η ιδιοκτησία είναι κλοπή”. O
Προυντόν ωστόσο δεν κατάφερε να απαντήσει σε ένα ακόμη πιο σημαντικό ερώτημα: η κλοπή είναι ιδιοκτησία? Το να σου ανήκει κάτι ή αντίστοιχα το να μην είναι δικό σου, είναι εντυπώσεις με κοινό παρονομαστή, σαν τα ουράνια σώματα που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο Φως: ένα ηλιακό σύστημα σε μια αγωνιώδη αλλά και επίπονη προσπάθεια να αγνοηθεί το αχανές σύμπαν.
Ο καλλιτέχνης, σε μια ανάγνωση του φαινομένου, παίρνει το αχανές πεδίο της ζωής ή έστω ένα τμήμα του (παρότι το ίδιο δεν είναι αληθινά κατατμημένο) και το πλαισιώνει με τρόπους λιγότερο ή περισσότερο φανερούς, όπως γίνεται στη ζωγραφική ή τη φωτογραφία. Κατά μίαν έννοια, εκεί το πλαίσιο είναι το ίδιο το κάδρο, αν και αυτή είναι συνήθως η εντύπωση του νοητικά πρωτόγονου για τα φαινόμενα της τέχνης. Το συμβάν αυτό έχει για την τέχνη την ίδια λειτουργία που έχει για το μάτι το μετείκασμα.
Παρόμοια παρεξήγηση βαραίνει και τη μουσική. Εκείνη δεν αρχίζει με τον πρώτο ήχο και σίγουρα δεν τελειώνει με τον τελευταίο. Κανείς δεν ξέρει πώς αρχίζει· τελειώνει μόνο εκεί που θα τον οδηγήσουν τα βήματά του. Εκεί, τα πόδια του ανθρώπου αντί για δάχτυλα έχουν πλήκτρα πιάνου. Αυτό για το οποίο μιλάμε εδώ είναι η απώλεια του ελέγχου, τη μαγική στιγμή που ο ήχος απαγγέλλει τη μεταμορφωτική του επωδό πάνω στον αρχιτεκτονικό χώρο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το τέχνασμα του πλαισίου, ο καλλιτέχνης περιορίζει το αχανές και παράλληλα τραβάει την προσοχή του κοινού. Η τέχνη μας προστατεύει από την τρομακτική πραγματικότητα, μεταφέροντας την σ’ ένα άλλο επίπεδο. Ίσως να πρόκειται για μια παγίδα – με τον ίδιο τρόπο που το νεογνό παγιδεύει με τη γλυκύτητά του ώστε να προστατευτεί. Ήταν το έμβρυο αιχμάλωτο στη μήτρα και ελευθερώθηκε με τη γέννα; Τουναντίον, μόλις γεννηθεί αρχίζει να διαμαρτύρεται με την ένταση και τον τρόπο που του επιτρέπει η ηλικία του· διότι πολύ απλά συνειδητοποίησε ότι του τη φέρανε. Μόλις εισήχθηκε στην αραχνοΰφαντη πλεκτάνη του κόσμου αντί να ελευθερωθεί όπως υπομονετικά νόμιζε. Δε θα ήταν αβάσιμο λοιπόν να λέγαμε πως ο άνθρωπος γεννιέται με μηχανικό προορισμό, τις εργοστασιακές ρυθμίσεις τρόπον τινά, ώστε να βιώσει τον κόσμο σαν μια παρωδία του. Αυτό για το οποίο μιλάμε εδώ είναι η -ως ένα βαθμό προκαθορισμένη- ψευδαίσθηση του βιώματος του εαυτού μας σαν κάτι το ήδη ολοκληρωμένο. Πρόκειται για ένα καλοσχεδιασμένο εκ προμελέτης φόνο, η παράνοια του οποίου φροντίζει να πλήξει κυρίως τους λάτρες της ζωής.
Η αγκύλωση σ’ αυτή τη κατάσταση καθώς και οι αποτυχημένες παλινδρομικές απόπειρες διαφυγής από αυτήν, αποτελούν τον προγραμματισμό που αποκαλούμε “η Φάση της Μαύρης Τρύπας”. Είναι το ίδιο φαινόμενο που ο Burroughs αποκάλεσε "Interzone", Ο Philip Dick "Μαύρη Μεγάλη Σιδερένια Φυλακή", ο Μιχάλης Μαθιουδάκης “Απόλυτο Μηχάνημα”, ο Χριστιανισμός "Κόλαση" και για το οποίο χρησιμοποίησαν ποικίλα ονόματα αμέτρητοι άλλοι. Πρόκειται για τον τέλειο λαβύρινθο. Εκεί ο άνθρωπος περιπλανιέται αιχμάλωτος ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον, ανίκανος να βιώσει το παρόν. Οποιαδήποτε δημιουργική ενέργεια καθίσταται μάταιη. Η φιλία αλλά και η ερωτικότητά μας αντικαθίστανται σταδιακά από σχέσεις ανταλλακτικότητας, υποβιβάζοντας τελικά τη συντροφικότητα στο επίπεδο ενός σκονισμένου αρχειακού φακέλου ή ενός άκληρου μουσειακού εκθέματος. Ένδειξη αυτού του συμπλέγματος είναι η αναγωγή της σκέψης σε δεσπόζουσα πολιτισμική αξία. Η σκέψη, όταν δεν είναι εγχειρίδιο αλλά δεκανίκι, φροντίζει να πείσει εμάς τους πολύ έξυπνους ότι οι συλλήψεις που συντελούνται στον ασαφή γεωγραφικό της χώρο είναι σαν να έχουν ήδη υλοποιηθεί. Είναι, βλέπετε, τεμπέλικη απ’ τη φύση της.
Το καλλιτεχνικό έργο όμως δεν είναι προϊόν της σκέψης παρότι ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι σκεπτικός, ήτοι απελευθερωμένος από οποιαδήποτε ύποπτη ναρκισσιστική θεατρικότητα. Το καλλιτεχνικό έργο δεν είναι πολιτικό κατ’ ανάγκη. Ίσως να αρθρώνει μια άλλου τύπου πολιτική. Την πολιτική αυτή, παρότι δεν έχει όνομα ή απλώς έχει πολλά, θα την ονομάσουμε εδώ, για τώρα, Αρχιτεκτονική των Μεγαλουπόλεων του Πέρα. Αυτό για το οποίο μιλάμε εδώ είναι η αποστολή του Χιράμ να επιβλέψει τις μεταλλουργικές εργασίες στο ναό της Ιερουσαλήμ, μαζί με τις καταστροφές αλλά και τις επαναλαμβανόμενες ανεγέρσεις του. Για λόγους οικονομίας, αλλά και ειλικρινούς αβεβαιότητας, δε θα επεκταθούμε άλλο σ’ αυτό.
Πολιτικό νόημα δεν έχουν οι πράξεις από μόνες τους, αλλά το αποκτούν από την αμφίδρομη σχέση μας με την Ιστορία. Η νοηματοδότηση της κάθε πράξης ως πολιτικής αποτελεί μεταξύ άλλων έκφανση της ανάγκης μας να συναντήσουμε τους άλλους και να σχετιστούμε με οποιονδήποτε τρόπο μαζί τους. Π.χ. δεν μου αρέσει το ξυδάτο λουκάνικο - πώς είναι δυνατόν να σου αρέσει αυτό το πράμα. Η μπανάνα μου φέρνει δυσκοιλιότητα - μα καλά, πώς την καταπίνει αυτός έτσι. Δε θα ξεχάσω ποτέ πως αγκάλιαζε το στόμα σου το καβλί μου, τώρα δεν ξέρω πια ποιος είμαι.
Εκείνος που ονομάζουμε καλλιτέχνη είναι ως προς το λειτούργημά του ακριβώς το ίδιο με εκείνο που ονομάζουμε ιερέα. Αν είναι συνεπής, δεν του ανήκει τίποτα και επιλέγει να περάσουν από μέσα του η κόλαση, ο παράδεισος, τα φρούτα του, τα φίδια του και όλα. Το πραγματικό υλικό που αμφότεροι οι λειτουργοί χρησιμοποιούν δεν είναι κρασί ή ψωμί ή πηλός ή ηχητικές συχνότητες αλλά η σεσημασμένη σχέση μας με τον κόσμο, τον οποίο, η απομόνωση που βιώνουμε, μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε σαν ένα άνυδρο πεδίο ανταλλαγής πληροφοριών χωρίς πολλά ουσιώδη πάρε-δώσε. Ο καλλιτέχνης έχει χρέος να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε υλικό χωρίς να φοβάται ότι θα στραπατσαριστεί η εικόνα του από τη μετωπική σύγκρουση με τη μιζέρια που ονομάζουμε politically correct και από την προσβολή της έννοιας της συστολής που ονομάζουμε comme il faut. Αν κάποιος ισχυριστεί για παράδειγμα ότι η βότκα είναι ένα άξεστο απόσταγμα, τότε καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι καλλιτέχνης - παρότι ως τέτοιος μάλλον θα παρουσιάζεται. Ωστόσο, το μοναδικό άξεστο αντικείμενο που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο είναι η πέτρα πάνω στην οποία ακονίζουμε τη συνείδησή μας.
O καλλιτέχνης δεν θα διέφερε σε τίποτα από το υπόλοιπο πλήθος, αν δεν ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Πρόκειται για ένα βαρετό παιχνίδι κοινωνικών συμβάσεων με σκοπό το χέρι να δείχνει στη λάθος κατεύθυνση. “Η ποίηση πρέπει να γίνεται από όλους” είχε πει ο Ισίδωρος Ducasse. Φαίνεται ότι στη βάση αυτής της ιδεολογικής έκφρασης που βρήκαν οι Σουρρεαλιστές στον Κομμουνισμό, απαντάει πιο πετυχημένα ο Τζιάννι Ροντάρι στη Γραμματική της Φαντασίας : “Μου φαίνεται ένa καλό σύνθημα το “όλες οι χρήσεις του λόγου για όλους”. Ηχεί όμορφα και δημοκρατικά, νομίζω. Όχι για να γίνουν όλοι καλλιτέχνες, αλλά για να μην είναι κανένας δούλος.” Μπορούμε να δούμε τη παράγραφο αυτή ως αγωνία της κριτικής ότι ακόμα και στα χόρτα του Κομμουνισμού δύναται να κουλουριάζεται ένα φίδι. Aλλά και ως βαθυά αγνή κατανόηση του είδους της μοναξιάς που προκαλεί η επιμέλεια που δείχνουμε στο να καλογυαλίζουμε τα σίδερα της φυλακής μας.
Παρόλα αυτά, ο άνθρωπος είναι όντως μόνος του απέναντι στα πράγματα, με την ευλογία όμως να μπορεί να συναντά και άλλους σ’ αυτή τη μοναξιά. Η σπουδαιότερη απ’ όλες τις τέχνες είναι η τέχνη του σχετίζεσθαι. Η σκιά που κρύβει αυτόν τον προβληματισμό είναι οι παπαριές που λέμε κάτι μαύρα μεσημέρια πάνω σε μια μπάρα για την τέχνη και κουραφέξαλα. Το να παρασέρνει τους άλλους στην απομόνωσή του είναι η συνήθης πρακτική του ατόμου που είναι συντονισμένο με τη Φάση της Μαύρης Τρύπας, η οποία αντλεί θύματα από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις ιδεολογίες. Είναι ένας μάταιος σκοτεινός γολγοθάς και μια βαθύτατα φασιστικής νοοτροπίας πράξη.
Ο φασίστας μοιάζει με το αιχμάλωτο αγέννητο έμβρυο που μέσα στη θεϊκή παντοδυναμία του θέλει να βάλει τα πράγματα σε τάξη, αναπαριστώντας τη ζωή μέσα στη μήτρα. Δεσμευμένος από τον έλεγχο που θέλει να επιβάλλει, σχηματίζει με τα παλαιοδιαθηκικά δόντια του που τρίζουν, το σκοτεινό είδωλο της Zωής εν Tάφω. Με άλλα λόγια όχι ένα πασχαλινό αυγό αλλά ένα ακόμα ζόμπι που τριγυρνάει με σχολαστική βαρεμάρα σε κάποιο πολυσύχναστο αστικό κέντρο.
Ο φασισμός είναι μια εξαιρετικά πανέξυπνη απάτη που ενεδρεύει όπως “το φίδι στα χόρτα” στο διδακτικό ρητό του Βιργίλιου. Καμιά νομοθεσία δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή τη κατάσταση γιατί οι απαγορεύσεις του νόμου πάντα προκύπτουν μεν από την ελλειμματικότητα, αλλά παράλληλα και από το θέλημα του ανθρώπου να εξερευνήσει το μυστικό του κέντρο, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα να μεταμορφωθεί από άτομο σε πρόσωπο. Άλλωστε ο φασισμός ξέρει, λόγω της μεγάλης του εμπειρίας, να κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες της εναπόθεσης των ευθυνών, παρότι σχεδόν πάντα και εν αγνοία του, τα παπούτσια του φαίνονται. Πρόκειται για έναν ένοικο ληστή όπως αυτός εμφανίζεται στα όνειρα ή στο -ολιγόλογο και όχι τόσο γνωστό- Ερμητικό Κείμενο. Σαν πολιτικό κίνημα και μάλιστα σπουδαίο, ο ρόλος του είναι να εξαπατήσει τη νόηση. Ότι τάχα ο εχθρός είναι εξωτερικός και ότι έχει το όνομα κάποιας συγκεκριμένης ομάδας, εθνικότητας, κόμματος, συνήθειας, προσώπου. Μπορείτε να συνεχίσετε εσείς τη λίστα. Θα βοηθήσετε με αυτόν τον τρόπο στο μοναχικό, κοπιαστικό και ατελεύτητο έργο του συλλογικού ξεχορταριάσματος.
Ο φασισμός είναι ποιότητα εγγενής της ανθρώπινης ψυχής και υποδόριος καθημερινή πρακτική. Η ύπαρξη αυτής της Λερναίας Ύδρας συνεχίζει και αναβιώνει στο όνομα του νεοφασισμού σαν κακό όνειρο που επαναλαμβάνεται, ζητώντας επιτακτικά κάποιο νόημα. Θα μπορούσαμε έτσι να ερμηνεύσουμε με βάση το Ταλμούδ : ο φασισμός είναι μια επιστολή προς την ανθρωπότητα που ποτέ δεν ανοίχτηκε.
Αν ο καλλιτέχνης πιστεύει ότι είναι διακεκριμένος από το πλήθος, τότε είναι απλά ένας ακόμα εξαπατημένος νεκρός. Αντί να αποθησαυρίζει, εκείνος επιμελώς ληστεύει. Ωστόσο το “έργο του” θα πορευτεί με ή χωρίς αυτόν. Η ίδια η έννοια του πνευματικού δικαιώματος έχει να κάνει με την αγωνία της ιδιοκτησίας και καθόλου με τη σχέση μας με το πνευματικό, μιας και το τελευταίο δε φαίνεται να έχει ανάγκη από οριοθετήσεις. Κάθε άλλο θα λέγαμε. Εφαρμόζοντας την αναλογική μέθοδο παρατηρούμε: οι θεολόγοι, μηδενός δόγματος εξαιρουμένου, θα 'πρεπε, αν δεν το κάνουν ήδη, να μας διδάσκουν πως η φαιδρότητα ενός ιερέα δε μπορεί να αμαυρώσει ουσιωδώς αυτό που αποκαλούμε “Θεία Λειτουργία”. Πραγματικά, μπορεί κάποιος να φανταστεί μια ουράνια χορωδία να οργανώνει σε ήχους τους πλανήτες με τη περιστροφή τους, χωρίς να της καίγεται καρφί για τις ηθικές μας κρίσεις για τον εαυτό μας και κατ' επέκταση για τους άλλους. Αυτό για το οποίο μιλάμε εδώ είναι το θέλημα του ανθρώπου έτσι ώστε να βρεί τη δύναμη να συμπεριφερθεί όχι σαν απόλυτος μονάρχης, αλλά σαν τρίτος απέναντι στον εαυτό του.
Ωστόσο η μουσική δεν είναι απλά μουσική, δεν είναι απλά οργάνωση ήχων. Είναι θα λέγαμε τέχνη συναφής με τη γλυπτική, με τη διαφορά ότι το υλικό της είναι αόρατο. Φόρμα και περιεχόμενο φαίνεται να ταυτίζονται σε αυτό το είδος τέχνης. Η μουσική, βέβαια, το περισσότερο που μπορεί να επιτύχει είναι βγάλει από τους ανθρώπους αυτό που ήδη έχουν μέσα τους. Η εντύπωση ότι επεμβαίνει δημιουργικά στην ανθρώπινη κατάσταση είναι μάλλον αναληθής. Διότι απλούστατα δεν είναι τα αντικείμενα που νοησιαρχούν αλλά οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και εκείνοι που τα αυτιά τους υποδέχονται ένα μουσικό έργο συμμετέχουν στη μελωδία όσο ο δημιουργός της. Άπαξ και το έργο πραγματωθεί, γινόμαστε όλοι αυτήκοοι μάρτυρες. Αυτό για το οποίο μιλάμε εδώ είναι, με την αφηρημένη έννοια, το πνεύμα του Αναρχοχριστιανισμού.
Μια άλλη μεγάλη απάτη του πολιτισμού σε σχέση με τη μουσική φαίνεται και στον ισχυρισμό ότι εξημερώνει τα άγρια θηρία. Ωστόσο, τα ζώα δεν υπήρξαν ποτέ άγρια. Η θηριωδία είναι ανθρώπινη εφεύρεση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απλά μια ανόητη εξυπνάδα που ειπώθηκε από αμηχανία μπροστά στη σκοτεινή λάμψη του ερωτισμού που εκπέμπει ένα νεκροταφείο ελεφάντων.
Πραγματικά, το σύνθημα «έρωτας ή τίποτα» είναι ότι πιο συγκινητικό έχει ειπωθεί στους δρόμους των μεγαλουπόλεων που σε περιόδους μεγάλης έντασης τρίζουν από τις μετακινήσεις των κοινωνικών τάξεων, τις μετατάξεις των κοινωνικών δομών και τον καταμερισμό των συνειδησιακών φορτίων. Η φράση αυτή αποτελεί ένα ανεξάντλητο σε νοήματα εργοτάξιο ή ίσως και ιερούργημα. Πρόκειται για το πιο σύντομο εγχειρίδιο οδηγιών της ζωής, αν και καλό είναι κανείς να αποφεύγει κάτι τέτοια. Προκαλώντας μια μη-σειριακή μορφή από glitches στις μηχανικές επιταγές των κοινωνικών προγραμματισμών, ο Σουρρεαλισμός καταφέρνει και ξεφεύγει από τους καταναγκασμούς της αντιδραστικής συμπεριφοράς, η οποία είναι άλλωστε ένα από τα αγαπημένα εδέσματα με τα οποία τρέφεται η Φάση της Μαύρης Τρύπας. Διότι εκεί μέσα δεν υπάρχει ολότητα, υπάρχει χώρος και χρόνος, βαριές κόκκινες κουρτίνες, βουβό σκοτάδι, άγριο φως και γρανάζια που η περιπλεγμένη κίνησή τους ξεγελάει τα ρομπότ ότι τάχα διαφέρει το ένα από το άλλο. Το ότι η ανθρώπινη ψυχή υπόκειται σε μηχανισμούς εξηγεί άλλωστε και την ειλικρινή αγάπη του Μουσολίνι για το Φουτουρισμό. Είναι φανερό πως κύριο μέλημα του συστήματος της Φάσης της Μαύρης Τρύπας, είναι να θρέψει το μύθο του καταραμένου ποιητή για ανθρώπους που κανονικά -δηλαδή σε μια άλλη διάσταση- θα μπορούσαν να βρούν τη δύναμη να είναι Λουδίτες ενός κάποιου Εσωτερισμού.
Οι Λουδίτες απέτυχαν σαν επαναστατικό κίνημα διότι δεν κατάφεραν να προβλέψουν οτι η ανταρσία τους θα επιβίωνε στο μέλλον μόνο σαν μια γκραβούρα της ιστορίας, φέροντας τη βαριά σφραγίδα της άρνησης της πραγματικότητας. Η ποίηση, σαν εκ των πραγμάτων επαναστατική πράξη είναι η καλύτερη μέθοδος να περιγράψουμε κάτι χωρίς να το περι-ορίσουμε. Αλλά και ο θρίαμβος της ακατανίκητης τάσης της φαντασίας να σμιλεύσει τους αυτοματισμούς προς τη λογική διάρθρωσή τους. Αυτό είναι άλλωστε η μόνη δράση ενάντια στο φασισμό και στους τεμαχισμούς που βιώνει ο άνθρωπος στη Φάση της Μαύρης Τρύπας.
Ο Σουρρεαλισμός, σαν πρεσβευτής της ποίησης που είναι, καταφέρνει και παραμένει διαρκώς ζωντανός με τέτοια επικαιρότητα που τον κάνει να μοιάζει σαν να ιδρύεται εκ νέου κάθε μέρα. Δύο πράγματα έχουμε μόνο να του καταλογίσουμε: τον καταναγκασμό της έλλειψης επεξεργασίας των αυτοματισμών και τη ψυχρή εκλογίκευση ότι η ύπαρξη του Dada, αυτής δηλαδή της αυθεντικά αντάρτικης προγονικής σκιάς, οφείλεται στον παραλογισμό του Μεγάλου Πολέμου. Για εμάς τους υπόλοιπους, αν υπάρχει κάτι πραγματικά άσχημο στον κόσμο τότε αυτό είναι όχι η Ιστορία με όλα τα δεινά της, αλλά το ότι πήραμε μέσα στη δίνη των εξελίξεων πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας. Ο αυτοσαρκασμός, σαν αναγκαία ποιότητα εναντίον των μηχανιστικών αυτοκαταστροφών μας είναι πραγματικά ο οδοδείκτης που δείχνει στα ανατολικά τον ερωτά, στα δυτικά το τίποτα. Η απουσία του, και να με συγχωράτε γι’ αυτό, είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα αυτού του κειμένου.
Η Φάση Της Μαύρης Τρύπας
Μετς, 24 Ιανουαρίου 1920
Subscribe to:
Posts (Atom)